-
1 ἀίσσω
a rise up αὔξεται δ' ἀρετά, χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει, ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (Boeckh: ἀίσσει σοφοῖς codd.; verba ᾄσσει, αὔξεται suspecta: F. Vogt in locum αὔξεται transposuit ἀίσσει e fine versus, ubi lacunam statuit, plaudente nunc Snell.) N. 8.40b rush ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[σε fr. 33a.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский